Παράλλη στήριξη και εκπαίδευση…μία πονεμένη ιστορία των τελευταίων χρόνων…
Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης, είναι σχετικά νέος στην ελληνική εκπαίδευση και θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2008. Σκοπός της παράλληλης στήριξης είναι να υποστηρίξει μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, στο να μπορέσουν να παρακολουθήσουν το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου, παρέχοντάς τους την κατάλληλη εκπαιδευτική και μαθησιακή βοήθεια.
Οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης είναι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έχουν λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση σε θέματα που άπτονται της ειδικής αγωγής, ώστε να μπορέσουν να βοηθήσουν τα παιδιά που χρίζουν ειδικής βοήθειας και να τα υποστηρίξουν με τον κατάλληλο τρόπο. Ο εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης, ο οποίος αναλαμβάνει συνήθως ένα συγκεκριμένο παιδί και το υποστηρίζει μαθησιακά, συμπεριφορικά και ψυχολογικά, παραμένει μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Ο εκπαιδευτικός βρίσκεται μέσα στη σχολική τάξη κατά τη διάρκεια του μαθήματος και κάθεται μαζί με το μαθητή/τρια, ώστε να του παρέχει την απαραίτητη υποστήριξη. Στόχος της παράλληλης στήριξης, είναι να μπορέσει το παιδί να ακολουθήσει, όπου είναι αυτό δυνατό, το πρόγραμμα της τάξης και να συνεχίσει σύμφωνα με τους στόχους, οι οποίοι έχουν τεθεί, να καλύψει την ύλη που απαιτείται, ώστε να έχει μία όσο γίνεται απρόσκοπτη μαθησιακή πορεία.
Βασικό στοιχείο όμως της παράλληλης στήριξης, ειδικότερα όσον αφορά το μαθησιακό πλαίσιο, είναι η διαφοροποίηση και η εξατομίκευση της ύλης για τον κάθε μαθητή/τρια. Οι ασκήσεις και όλη η μαθησιακή κάλυψη της ύλης, πρέπει να βασίζεται στις ειδκότερες εκπαιδευτικές ανάγκες του κάθε παιδιού. Αυτές έχουν καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό, από τη διάγνωση την οποία έχει το παιδί από τα ΚΕΔΑΣΥ. Μέσα στη διάγνωση του κάθε παιδιού, περιγράφονται οι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που έχει, καθώς και τρόποι να καλυφθούν αυτές, αλλά και τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Ο εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης, οφείλει να καταρτίσει ένα εκπαιδευτικό πλάνο, μέσα στο οποίο να εξατομικεύονται όλοι οι στόχοι στα ποικίλα πεδία, που αφορούν τη συνολική πρόοδο και ανάπτυξη του κάθε παιδιού. Οι στόχοι που τίθενται πρέπει να αφορούν τη συμπεριφορά, τα μαθησιακά αντικείμενα αλλά και τη γενικότερη κοινωνικοποίηση και βελτίωση του παιδιού μέσα στο σχολικό πλαίσιο. Οι στόχοι αυτοί πρέπει ανά τακτά διαστήματα να ελέγχονται και να αναθεωρούνται, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο και όσο συχνά είναι απαραίτητο για το παιδί.
Πέρα όμως από τα οφέλη που υπάρχουν αναφορικά με την παράλληλη στήριξη και το βασικό ρόλο που έχει διαδραματίσει στο σχολικό πλαίσιο, αλλά και στην πρόοδο των παιδιών, υπάρχουν βασικά ζητήματα τα οποία δυστυχώς δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί ως θα όφειλε, ώστε να λειτουργεί ο θεσμός σωστά και αποδοτικά για τα παιδιά και τη στήριξή τους. Οι εκπαιδευτικοί παράλληλης στήριξης δεν τοποθετούνται στις σχολικές μονάδες εγκαίρως, ώστε να μπορέσει να γίνει η προσαρμογή μαζί με τα παιδιά σταδικά και ομαλά. Επίσης οι εκπαιδευτικοί που τοποθετούνται δεν είναι αρκετοί σε αριθμό, έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες όλων των αιδιών που τους έχουν ανάγκη. Δυστυχώς ακόμα υπάρχει προκατάληψη και ελλιπής ή και καθόλου συνεργασία μεταξύ τους βασικού εκπαιδευτικού της τάξης, αλλά και του εκπαιδευτικού παράλληλης στήριξης. Ο εκπαιδευτικός πολλές φορές δεν συναινεί ή δεν δίνει την απαραίτητη σημασία στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες του εκάστοτε παιδιού. Η παράλληλή στήριξη χρειάζεται την άμεση και συστηματική συνεργασία των δύο εκπαιδευτικών που βρίσκονται στην τάξη, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της διαφοροποίησης για το κάθε παιδί. Άλλο ένα πρόβλημα που επίσης έχει γίνει ορατό πολλές φορές, είναι το γεγονός ότι ο βασικός εκπαιδευτικός της τάξης, αφήνει τα ηνία στον εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης, ίσως και λόγω της ελλιπούς γνώσης και εμπειρίας που έχουν κάποιοι, ώστε να αντιμετωπίσουν τα θέματα των παιδιών που είναι στην ειδική αγωγή.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο θεσμός της παράλληλης στήριξης κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και είναι εξόχως σημαντικός για τα παιδιά που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές και μαθησιακές ανάγκες. Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει σωστά και αποδοτικά, θα πρέπει να υπάρξει μία συνολική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού πλαισίου, καθώς και αναδιάρθρωση του τρόπου με τον οποίο τοποθετούνται οι εκπαιδευτικοί στις σχολικές μονάδες και τα εκάστοτε παιδιά. Θα πρέπει αρκετά θέματα να τοποθετηθούν επί τάπητος και να εξεταστούν υπό διαφορετική οπτική γωνία, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των παιδιών, αλλά και τις καλές πρακτικές που υπάρχουν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα.